Πέμπτη, Φεβρουαρίου 18, 2010

Όχι Ποίημα

Γι’ αυτούς που φλέρταραν με τη μελαγχολία καιρό πολύ.
Γι’ αυτούς που την αγάπησαν.
Που την πλησίασαν τόσο
ώστε στο τέλος την πίστεψαν ως πραγματική,
ως φυσική κατάσταση του ανθρώπου.
Την αγκάλιασαν κι αυτή τους κοίμισε.
Και ξύπνησαν μια μέρα με μούτρα σακατεμένα,
λασπωμένα κι άγνωστα.
Με τα κομμάτια τους σπασμένα, ξαφνιασμένα, σκόρπια,
γρήγορα και πρόχειρα ριγμένα σ’ ένα ξένο σώμα
που το γεμίζανε άτσαλα προκειμένου να σωθούν.

Συνήλθανε.
Και δεν γνωρίζαν πού βρισκόντουσαν
γιατί αυτό που έβλεπαν δεν το αναγνωρίζανε ως εικόνα τους.
Γνώριζαν όμως τους γύρω.
Και το περιβάλλον.
Και τις εσωτερικές φωνές τους.

Όταν αυτό που προέχει είναι να σωθείς
δεν σ’ ενδιαφέρει αν είναι όμορφο το σωσίβιο.
Σου αρκεί που βρέθηκε.
Ευγνωμονείς που κάποια “χέρια”
-γνωστά και άγνωστα-
μάζεψαν τα κομμάτια από τη λάσπη
και τα ρίξαν στο σακούλι.

Και πέρασε καιρός και καταφέρανε σιγά σιγά
να ενώσουν τα κομμάτια τους αυτά
σε ένα ενιαίο σύνολο και πάλι.
Φιλτράροντας τη θλίψη.
Στέλνοντάς την σ’ έναν κάδο ανακύκλωσης.
Ξαναστήνοντας έναν άνθρωπο χαρούμενο.
Σε άλλο σώμα…
Πίσω από μάσκα…
Κρυμμένο…
…Προστατευμένο?...
Δίχως θλίψη πια.
Μα μ’ έναν φόβο:
Αυτός ο κάδος ανακύκλωσης,
τίγκα στην πίκρα και τον θυμό,
μέσα στο ίδιο σώμα…..?.....