Δευτέρα, Νοεμβρίου 24, 2008

Χιονίζει...

Χιονίζει! Δυνατά και πυκνά. Εδώ και τρεις μέρες…
Όχι ότι έχει και πολλή σημασία.

Αλλά είναι εντυπωσιακό να το κοιτάς.
Από συναισθηματική άποψη…τίποτα!
Δε μ’ απασχολεί ιδιαίτερα. Δε μου θυμίζει τίποτα

για να νιώσω κάτι οικείο.
Ίσως η αίσθηση να είναι διαφορετική όταν υπάρχουν δυο κορμιά
να μοιραστούν την ζεστασιά του κρεβατιού και του δέρματος,
καθώς το χιόνι θα χτυπάει παγωμένο το παράθυρο
μήπως και το πείσει να ανοίξει, να μπερδευτεί κι αυτό στη ζεστασιά του έρωτα.
Κι ίσως μετά, να μείνει να κουρνιάσει κιόλας,

όταν ο έρωτας, χορτάτος,
θα παραδώσει τα δυο του θύματα –σκυτάλη- στον μπαρμπα ύπνο…
…Μα δε νομίζω πως κανείς θα του ανοίξει…Μάλλον αδύνατον να συμβιώσουνε τα δυο τους…
Το χιόνι θα τον πάγωνε τον έρωτα…Κι ο έρωτας θα έλιωνε το χιόνι…

Γράφω βλακείες ή μου φαίνεται; Τι να κάνω;

Πολλή πίεση εδώ πέρα!
Τι είναι όμως όμορφο;…Εννοώ, πραγματικά όμορφο;…

…Να έρχεσαι απ’ έξω παγωμένος και να ζεσταίνεις τα χέρια σου σε μία κούπα με καφέ, καθώς την αγκαλιάζεις και με τα δυο, ενώ ταυτόχρονα τυλίγεσαι το άρωμα που αναβλύζει από μέσα της…Ν’ αφήνεις το αίμα σου να κυκλοφορήσει την θερμότητα αυτή σε όλο σου το σώμα κι εσύ, συγκεντρωμένος, ν’ ακολουθείς την διαδρομή της…
…Να ξεθάβεις μέσ’ από τις βαλίτσες σου ό,τι έχει απομείνει πλυμένο, από το σπίτι σου ακόμα· να κλείνεις τα μάτια, να αφήνεσαι στο άρωμά του,
γιατί απλά, θέλεις να πεις·
“Μυρίζει μανούλα”…
…Ν’ ανακαλείς την χθεσινή βραδιά και να σε πιάνει γέλιο γιατί θυμάσαι έναν Βέλγο ν’ απορεί:
“Μα ποιος θα χάριζε στο Βέλγιο, σε κάποιον,
σοκολάτα απ’ την Ελλάδα;”
Χαχαχα!
Εγώ φυσικά! Ποιος άλλος;
Με λένε Φένια. Την σοκολάτα, ΙΟΝ γάλακτος.
Κατευθείαν απ’ το περίπτερο.
…Εντάξει! Αφού πρώτα ταξίδεψε, πρώτη θέση, στις αποσκευές κάποιου αεροπλάνου…
…Χωρίς εισιτήριο!…Κυρία!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 14, 2008

Ραδικόζουμο

Τώρα θα ήθελα να γράψω ένα γράμμα σ’ έναν φίλο. Δεν ξέρω αν περνάει ποτέ από ‘δω κι έτσι δεν ξέρω αν θα το διαβάσει, αλλά δεν έχει σημασία. Στην πραγματικότητα, θα ήθελα να το γράψω “παραδοσιακά”. Με το χέρι μου να τρέχει στο χαρτί και να ζωγραφίζει τα γράμματα. Και τα γράμματα να ζωγραφίζουνε τις λέξεις…
Θέλω επίσης, να ξεκινήσω με μωβ γράμματα και κάπως έτσι:

«Η αλήθεια είναι ότι θέλω να μου πεις για κάτι που αγαπάς. Για τις μουσικές που σου ζαλίζουν το μυαλό και τα ταξίδια που ονειρεύεσαι “για να φεύγει η πίκρα από το ραδικόζουμο”…ξέρεις εσύ.
Άσε το ραδικόζουμο! Μερικοί είμαστε αδιόρθωτοι.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που με ρωτήσανε: “Τι σκέφτεσαι να κάνεις μετά;” Φοιτήτρια εγώ. Έπεσε η ερώτηση σαν κομήτης παγωμένος στο κεφάλι μου. Τι σκέφτομαι; Τίποτα! Δεν το ‘χα συνδέσει… Κι από τότε, όπως λες κι εσύ, ήρθανε τα χειρότερα. Η ίδια, πρώτη ερώτηση που θα σου κάνουν όλοι μόλις σε δουν: “Τι δουλειά κάνεις;” Κι αυτή είναι η ταυτότητά σου πια. Αυτό είσαι εσύ. Τέλειωσες! Άσχετα αν, είτε καλή είτε κακή, αυτή η δουλειά δεν σε εκφράζει καθόλου. Άσε που μπορεί να μην έχεις κιόλας. Τόσο το χειρότερο για σένα.
Με κάτι τέτοια όμως ίσως μου ‘χει μείνει κι αυτή η αντίδραση-αρρώστια. Σε κάθε μου προσπάθεια νιώθω να παρακολουθούμαι στενά. Τόσο, που ακόμα κι αν η απόφαση για την προσπάθεια αυτή ήτανε αρχικά δικιά μου, στην πορεία νιώθω ότι μου την κλέβουνε. Σταδιακά σταματάω να την αγαπώ. Δε μ’ ενθουσιάζει πια. Κι αρχίζει να φυτρώνει και να αγριεύει μέσα μου αυτή η αντίδραση-αρρώστια που ‘γραψα παραπάνω. Και τότε, όπως πλησιάζω προς το τέλος του αγώνα και νιώθω τα βλέμματα όλα στραμμένα πάνω μου, ακριβώς εκεί, λίγο πριν τη γραμμή τερματισμού, με πιάνει μία ξέφρενη, τρελή επιθυμία να σταματήσω απότομα και να βαδίσω χαλαρά προς τα πίσω. Ντυμένη μόνο τ’ αθλητικά μου ρούχα. Να πάρω ήρεμα την πετσέτα μου απ’ το χορτάρι στην άκρη του δρόμου, να την ρίξω στους ώμους να μου στεγνώνει τον ιδρώτα και να φέρω στο στόμα μου ένα μπουκαλάκι δροσερό νερό. Να μην ρίξω σε κανέναν ούτε μια ματιά. Να φανταστώ –για λίγο μόνο- τα πρόσωπά τους έκπληκτα και άφωνα κι αμέσως να τα αδειάσω και από την φαντασία μου. Να κλείσω το μάτι μου στην θάλασσα, να καθίσω οκλαδόν στο χώμα και να χαμογελάω στον αέρα που θα μου φιλάει το πρόσωπο. Κι έπειτα, να κοιτάζω εκείνους με τις φόρμες στο λιμάνι. Τους έχεις δει κι εσύ φαντάζομαι. Εκείνους. Που καπνίζουν το διάλειμμά τους. Και με κοιτούν…αλλά δεν περιμένουνε να τερματίσω.


Θ’ αναρωτιέσαι πώς, ξεκινώντας από σένα, βρέθηκα να γράφω αυτά…μπορεί και λίγο άσχετα...
Ίσως είναι που όταν μας αντικρίζεις ξαφνικά εκεί που παίζεις τη μουσική σου αφοσιωμένος, μας χαμογελάς ένα υπέροχο χαμόγελο.
Ίσως είναι που λατρεύεις τους χειμώνες.
Ίσως είναι που βρίσκεις ουσία στα παπλώματα που μυρίζουν “σώμα κοριτσιού μετά από μπάνιο και σεξ.”
Ίσως πάλι είναι που “έξω ο κόσμος πηγαίνει τρέχοντας…πηγαίνει μπροστά, προοδεύει, βρίσκει δουλειά, βγάζει λεφτά και παίρνει προαγωγές”

κι εσύ ρωτάς: “Σε νοιάζει;”
και απαντάς: “Ούτε μένα.”»

Στον nahames για την αφορμή...

Τετάρτη, Νοεμβρίου 12, 2008

Νύχτωμα...

Η παρακάτω παράγραφος είναι υπέροχη μέσα στο κείμενό της, αλλά στέκει εξίσου υπέροχα και μόνη. Θα ήθελα πάρα πολύ να την είχα γράψει εγώ. Ένιωσα τόσο “δικιά μου” την κάθε λέξη που δεν μπόρεσα και την έκλεψα για να την βάλω και εδώ, να στολίσω και το δικό μου blog. Εκμεταλλεύομαι την φιλία του συγγραφέα της κι ελπίζω ότι δεν θα μου θυμώσει.
Για ολόκληρο το κείμενο: erwtas stomaxhs

"...Είμαι μία απουσία.
Μες στο ξημέρωμα τα φώτα σβήνουν, όπως θα σβήνει αυτήν την ώρα και η γιαγιά. Το άστρο ξεθωριάζει. Είναι το ίδιο άστρο που έβλεπα εχθές μέσα απ’ το παράθυρο του τραίνου. Το ίδιο τρεμουλιαστό φοβισμένο άστρο. Το άστρο είναι τόσο χεσμένο απ’ τον φόβο όσο και η ψυχή μου. Το φως της ψυχής μου σβήνει μπαίνοντας η μέρα. Το πρόσωπό μου χάνεται ξανά μπαίνοντας η μέρα. Δεν τρέχω πια μπαίνοντας η μέρα. Πηγαίνω ήσυχα όπως ο κόσμος. Κοιτάζω κάτω και ίσια. Κάτω και ίσια ως τον τερματικό σταθμό. Ως τον σταθμό που το λεωφορείο αποσυμπιέζει τον αέρα απ’ τα φρένα και σβήνει την μηχανή. Θα ‘θελα να ‘μουν καταρράκτης. Μια σκέτη απώλεια κι όμως ο κόσμος να με χαζεύει. Να μη ζητάει τίποτα από ‘μένα, μόνο να χαζεύει. Καμία εκμετάλλευση, καμία χρησιμότητα κανένα δούναι και λαβείν. Μόνο μια σχέση αμφίρροπη χωρίς συναλλαγή. Όποτε θέλω να μιλάω κι όποτε θέλω να σιωπώ και κανείς να μη λέει τίποτα. Καμιά διαμαρτυρία, κανένα δελτίο παραπόνων. Μέσα μου το μίσος βράζει κι όμως περπατάω αργά όπως ο κόσμος και κοιτάζω κάτω και ίσια. Δεν θα τον ψάξω. Όχι. Δεν θα τον ψάξω. Κι ας πάει χαμένη η ευχή της γιαγιάς. Χαμένη… όπως το φτερούγισμα μιας πεταλούδας που δεν μπορεί να προκαλέσει σεισμό στην άλλη άκρη του κόσμου. Όπως ήρθα, θα φύγω και πάλι. Θα μπω το βράδυ στο τραίνο, θα δω το φως του φοβισμένου άστρου να τρεμοπαίζει μέσα στον ουρανό της νύχτας. Θα δω τον κόσμο βιαστικό ν’ αποβιβάζεται στους επαρχιακούς σταθμούς. Κάποιους κάποιοι θα τους περιμένουν και θα τους αγκαλιάσουν μόλις κατέβουν, κάποιοι θα καλέσουνε ταξί ανάβοντας τσιγάρο και κουμπώνοντας το παλτό τους. Εγώ μόλις φτάσω στο τέρμα της γραμμής θ’ αρχίσω να τρέχω. Μέσα στην νύχτα τρέχω σαν τον σκύλο. Τρέχω σαν αλήτης. Εξόριστος. Τρέχω σαν κάποιον που δεν έχει πρόσωπο..."

Τρίτη, Νοεμβρίου 04, 2008

Χωρίς τίτλο

Χθες το βράδυ ήμουνα τόσο κουρασμένη!
Έκλεινα τα μάτια να ησυχάσω αλλά έξω από την πόρτα μου γινόταν τόση φασαρία
που ήτανε αδύνατον να κοιμηθώ!
Κι εγώ έσφιγγα πιο δυνατά τα μάτια
και πάσχιζα απελπισμένα να βρω μια σκέψη μέσα μου
ή ένα συναίσθημα δικό ΜΟΥ,
που θα κάνει πιο μεγάλη φασαρία
έξω από την πόρτα του ύπνου·
να μ’ ακούσει, να μου ανοίξει και να μπω…

Καλό μήνα!...Τα ‘χω φτύσει…