Τρίτη, Ιουλίου 29, 2008

31

Ε και λίγο πριν ολοκληρωθεί το 31ο έτος της, ασήμαντης για το μέγεθος του κόσμου, σημαντικής ίσως για μένα όμως, ζωής μου, λέω να μοιραστώ εδώ και δύο περιστατικά που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και μια “φιλοσοφία” για τον χρόνο, γενικότερα. Πώς τον βλέπουν τα μάτια των μικρότερων, πώς αυτά των μεγαλύτερων σε ηλικία…

Το 1ο συνέβη όταν δούλευα στο σχολείο. Είχα έναν μικρό,

σβούρα και φασαριόζο, που δεν σταματούσε πουθενά.
(Αδυναμία μου, παρόλ’ αυτά)
“Φώτη!”
Βάζω μια φωνή εγώ.
“Κυρία, δε με λένε Φώτη.”
“Μπα, και πώς σε λένε;”
“Spiderman!”
Τρώω τη φλασιά με τον φίλο μου τον Zpi εγώ και του λέω:
“Α! Έχω έναν φίλο που τον λένε Zpiderman.”
“Αλήθεια κυρία;!”
Σοβαρεύει ο μικρός.

(Όχι, νόμιζε ότι θα μου την έφερνε!)
“Ναι”,
του λέω,
“μόνο που αυτός είναι με “Z”, Zpiderman!”
Περνούν μερικές μέρες, έρχεται ο Φώτης και μου λέει:
Κυρία, πόσων χρόνων είναι ο Zpiderman;”
Εγώ νόμιζα ρωτούσε για τον “κανονικό”, οπότε του λέω:
“Ξέρω γω ρε Φώτη; Εσύ τον βλέπεις.”
“Όχι αυτός! Ο φίλος σας ο Zpiderman.”
“Α! 30.”
“Ιιιιιιιιιιιιι!!!”
Φρίκαρε ο μικρός!
“Τόσο γέρος είναι;!!!”
“!!!.....Φύγε, Φώτη! Φύγε!”
...Φρίκαρα περισσότερο εγώ.
Είχε δεν είχε, μου την έφερε ο σβούρας, τελικά!

Το 2ο όμως ήταν μάλλον τονωτικό:
Ύστερα από μία ψιλοεξαντλητική μέρα με την κολλητή μου, φτάνουμε σε μία στάση και καθόμαστε, όχι για να πάρουμε το λεωφορείο, αλλά για να συνεχίσουμε την πάρλα που όταν την αρχίσουμε δεν την κόβουμε με τίποτα. Στην ίδια στάση περίμενε ένα ζευγάρι γύρω στα 60 – 60 και κάτι…κάπου εκεί, τέλος πάντων. (Αυτοί θα το παίρνανε το λεωφορείο:-))
Αφού ζητήσαν να τους δώσουμε κάποιες πληροφορίες σχετικά με κάποιες πολιτιστικές εκδηλώσεις στην περιοχή, μας ρωτάνε:
“Εσείς, σε ποιο σχολείο πάτε;”
Χαζογελάμε εμείς, “Το τελειώσαμε το σχολείο”, λέμε.
“Καλά, πόσων χρόνων είστε;”
“30.”
Γυρνάει ο κύριος, μας κοιτάει και λέει:
“15 η καθεμιά;” !!!!!

Τέλειο;
Τ-Ε-Λ-Ε-Ι-Ο !
Τι να το κάνεις το καμάκι ύστερα;

Να ‘ναι καλά κι οι μικροί κι οι μεγάλοι! Μια χαρά περάσαμε. Άλλωστε, κανείς δεν γλιτώνει;-)

Πέμπτη, Ιουλίου 17, 2008

Διάλογος

Πω πω! Μία ώρα έκανα ν’ αποφασίσω σήμερα τι να φορέσω για να πάω να τρέξω! Όταν τελικά τα κατάφερα να βγω μου ‘ρθε στο μυαλό ένας ευτράπελος διάλογος που ‘χα πριν από χρόνια με τον Σημάν. Ίσως ο πρώτος. Τότε ακόμα δεν τον ήξερα. Ήταν από τις πρώτες φορές που άκουγα τα Διαμάντια και μάλλον η πρώτη που έπαιρνα πρόσκληση για κάποια συναυλία. Τελειώνει η εκπομπή και μου τηλεφωνεί ο Σημάν για να μου πει το πώς, από πού και πότε θα πάρω την πρόσκληση. Κάτι λέμε για μουσική, κάτι για το τρέξιμο και με ρωτάει:
"Τι φοράς όταν τρέχεις;"…
Κολλάω εγώ. Ήμανε που ήμανε κομπλαρισμένη που μιλούσα μ’ έναν «άγνωστο» ουσιαστικά, με απόκαμε! Αλλά δεν ήθελα και να το δείξω. Οπότε, αρχίζω:
"Εξαρτάται. Αν έχει ζέστη, φοράω κοντό κολάν και φανελάκι. Αν έχει κρύο, εξαρτάται πάλι από το πόσο κρύο έχει. Άλλες φορές κολάν ¾ και φανελάκι ή κοντομάνικο, άλλες φόρμα και ίσως κάνα φουτεράκι…"
Μπλα μπλα μπλα εγώ, να περιγράφω ολόκληρη την τρεχτική μου ενδυματολογική δραστηριότητα σε σχέση με τις καιρικές συνθήκες. Ο Γιάννης, όλη αυτή την ώρα με ακούει ήσυχα, χωρίς να γελάει και χωρίς να με διακόψει καθόλου. Όταν τελικά αποφασίζω να βάλω τελεία, μου λέει σοβαρά:
"Τι ηχοσύστημα, εννοούσα!"…!!!!!!!!!!!!!!!

Ναι!
Χριστουγεννιάτικο δέντρο με φωτάκια που αναβοσβήνουν κι αλλάζουν χρώματα, εγώ!
Αν δεν καθόμουν ήδη στο πάτωμα θα είχα σωριαστεί τ’ ανάσκελα!
Ξεφτίλα!
Αλλά πάλι, συγνώμη δηλαδή, έπρεπε να καταλάβω ότι το

«Τι φοράς όταν τρέχεις;» αναφέρεται στο ηχοσύστημα;

Άντε! Και μια και τα Διαμάντια είναι κ
αι της επικαιρότητας μετά τη συναυλία των Kultur Shock στην Βλάστη, πάρτε κι ένα τραγουδάκι, να κουνηθούμε για να μην κοιμηθούμε, κατά το σύνθημα της εκπομπής.

GOD IS BUSY. MAY I HELP YOU?


Περισσότερα για την συναυλία και πλούσιο φωτο-υλικό του Tertul, στο έσχατο ποστ του σημάν .

Τετάρτη, Ιουλίου 09, 2008

Κατεβαίνοντας...

Μ’ αρέσει όταν κατεβαίνω απ’ τον Χορτιάτη, μετά από βροχή,
και κοιτώ από ψηλά κάτω την πόλη πλυμένη, δροσερή.
Τέτοιες στιγμές μου φαίνεται πανέμορφη!
Μου αρέσει που, στον ίδιο δρόμο, βλέπω

κάπου κάπου μες στη νύχτα να γυαλίζουνε τα δυο ματάκια κάποιας αλεπούς.
Να κοιτάζουνε για μια στιγμή προς τη μεριά μου ξαφνιασμένα
και να κρύβονται αμέσως βιαστικά μέσα στα δέντρα.
Έτσι που η έκπληξή μου προλαβαίνει

ένα «Αχ!» μόνο να πει που τα αντίκρισα.
Όπως το «Αχ!» που λέει κι ο θαυμασμός μου
κάθε που πέφτει έν’ αστέρι στον βραδινό ουρανό.
Κι εγώ ποτέ δεν προλαβαίνω να κάνω μια ευχή πριν να χαθεί
γιατί την πνίγει αυτό το «Αχ!» του θαυμασμού μου.
Δεν πειράζει…
Άλλωστε, είναι λίγο χαζό να κάνεις μια ευχή

σ’ έν’ αστέρι που πέφτει.
Πώς να πιάσει;
Θα διαλυθεί το αστέρι με την πτώση…μαζί κι η ευχή…
Γι' αυτό κι εγώ θα κάνω τις δικές μου ευχές
στης αλεπούς τα μάτια
που 'ναι αστέρια με δικό τους φως, αληθινό.
Κοιτάζουν μέσα μου και αλιεύουν τις ευχές μου
Τις παίρνουνε και τρέχουν να τις κρύψουν μες στο δάσος.

Τρίτη, Ιουλίου 01, 2008

ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ - "ΑΘΑΝΑΣΙΑ"

“Το πρόβλημα δεν είναι ο θάνατος: είναι η αθανασία.
Η «μικρή» και η «μεγάλη». Τη μικρή την κερδίζουμε όλοι, λίγο-πολύ, στη μνήμη αυτών που μας αγάπησαν. Τη μεγάλη την αξιώνονται εκείνοι που διαβαίνουν το όριο της φήμης, αλλά και κάποιοι γύρω τους…”

Μακράν ο αγαπημένος μου συγγραφέας και παρόλ’ αυτά, δεν είναι λίγες οι φορές που με διχάζει. Οι πολιτικές τοποθετήσεις του, πολύ συχνά, με βρίσκουν αντίθετη. Όχι πάντα μα πολύ συχνά. Ωστόσο, στην ανθρώπινή μου φύση, στην ψυχή μου κάνει βουτιά και βγάζει τα πάντα στην επιφάνεια. Αμέτρητες φορές πιάνω τον εαυτό μου να κωφεύει στα σημεία που διαφωνεί και να τα προσπερνά στριμώχνοντάς τα σε μια γωνιά του μυαλού μου, προκειμένου να μην χάσω τη γοητεία, τη μαγεία, την απόλαυση (μοναδική, ασύγκριτη, αναντικατάστατη) που μου προσφέρουν τα βιβλία του. Έτσι και τώρα, το νυστέρι της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς έκανε πάλι την εγχείρησή του.

Κατά τίτλο, το βιβλίο μιλάει για την Αθανασία. Τι είναι και πώς κερδίζεται. Είναι κάτι που όλοι μας, είτε συνειδητά είτε ασύνειδα αποζητούμε; Είναι αυτό που θέλουμε να κατακτήσουμε με τις πράξεις και τις αποφάσεις μας; Ο συγγραφέας διακρίνει δύο είδη: τη μικρή, αυτή που μένει στη μνήμη όσων μας γνώρισαν και μας αγάπησαν στη διάρκεια της ζωής μας, και τη μεγάλη, αυτή που ξεπερνάει τα όρια του στενού περίγυρου των προσωπικών μας σχέσεων, τα όρια του τόπου και του χρόνου που μας δόθηκαν πάνω στη γη, και μας κάνει παγκόσμιους και αιώνιους. Αθανασία που κατακτούν κάποιοι ενδεχομένως με τα έργα τους, τα συγγράμματά τους, την επιστήμη ή την τέχνη τους.

Ταυτόχρονα, μπλέκονται –ως συνήθως- χίλιες δυο άλλες έννοιες, σκέψεις, συμπεριφορές. Πώς καταφέρνει και χωράει αλλά και δένει τόσο πολλά και διαφορετικά πράγματα, ακόμα και ιστορίες, στο ίδιο μυθιστόρημα, χωρίς ποτέ τίποτα να αποτελεί παραφωνία και χωρίς να μπερδεύει τον αναγνώστη, είναι άξιο θαυμασμού!

«…Πώς να ζήσει κανείς σ’ έναν κόσμο με τον οποίο δεν συμφωνεί; Πώς να ζήσει με τους ανθρώπους, όταν δεν μπορεί να οικειοποιηθεί ούτε τα βάσανα ούτε τις χαρές τους; Όταν δεν ξέρεις να είσαι ένας απ’ αυτούς;…»

Τόσο πυκνογραμμένο σε νοήματα, συναισθήματα, εικόνες! Δίνει τόσες διαφορετικές οπτικές του ίδιου πράγματος, τόσες διαφορετικές πιθανές ερμηνείες της ίδιας συμπεριφοράς. Καταρρίπτει εντελώς φυσικά καθετί που θεωρούμε δεδομένο κι αυτονόητο, προκειμένου να ξεμπερδεύουμε με προβληματισμούς και σκέψεις.

Πόσο αυτό που ονομάζουμε «πραγματικότητα» είναι όντως έτσι και δεν είναι τελικά αυτό μόνο το «φαίνεσθαι», ενώ την πραγματική πραγματικότητα την αγνοούμε, την παραγνωρίζουμε και την υποτιμούμε. Πόσο, εν ολίγοις έχουν αποπροσανατολιστεί οι αξίες και μας απομακρύνουνε τελικά από την ουσία και την ευτυχία. Πόσο η πραγματική εικόνα του καθενός μας, αυτό που είμαστε πραγματικά και εσωτερικά, έχει καλυφθεί από την εξωτερική εικόνα μας και έχει βιαστεί και παρερμηνευτεί από τα βλέμματα των άλλων:
«…Φαντάσου ότι έχεις ζήσει σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν καθρέφτες. Θα το είχες ονειρευτεί το πρόσωπό σου, θα το είχες φανταστεί σαν ένα είδος εξωτερικής αντανάκλασης αυτού που θα υπήρχε μέσα σου. Κι έπειτα, υπόθεσε ότι στα σαράντα σου χρόνια θα σου έτειναν έναν καθρέφτη. Φαντάσου τη φρίκη σου. Θα είχες δει ένα τελείως ξένο πρόσωπο και θα είχες καταλάβει καθαρά αυτό που αρνείσαι να παραδεχτείς: το πρόσωπό σου δεν είσαι εσύ…»

«…τώρα το μάτι του Θεού είχε αντικατασταθεί από τη φωτογραφική μηχανή. Το μάτι του ενός μόνου είχε αντικατασταθεί από όλων τα μάτια. Η ζωή είχε μεταμορφωθεί σε μια εκτεταμένη παρτούζα στην οποία όλος ο κόσμος παίρνει μέρος…»

Πόσο η ίδια η ζωή δεν είναι αυτό που φαίνεται και πόσο σημαντική και καθοριστική μπορεί αν αποβεί μια απλή σύμπτωση και ν’ αλλάξει τα πάντα. Πόση σημασία μπορεί να έχει κάτι εντελώς απροσδόκητο.
Πόσο η διατήρηση της παιδικότητας μπορεί να μας προστατέψει, να γίνει καταφύγιο και ασπίδα:
«…Τίποτα δεν είναι περισσότερο προνομιακό από το να υιοθετείς μια παιδιάστικη συμπεριφορά. Καθώς είναι ακόμα αθώο και άπειρο, το παιδί μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του ό,τι θέλει. Καθώς δεν έχει περάσει ακόμα στον κόσμο όπου βασιλεύει ο τύπος, δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς. Μπορεί να εκφράζει τα συναισθήματά του χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες…»
Τέλος, πώς πρέπει να γράφεται ένα μυθιστόρημα; :
«…Στις μέρες μας, ρίχνονται πάνω σε καθετί το οποίο έγινε δυνατό να γραφτεί για να το μεταμορφώσουν σε ταινία, σε τηλεοπτική ιστορία ή σε κινούμενα σχέδια. Καθώς το ουσιώδες στο μυθιστόρημά μου είναι αυτό που δεν μπορείς να πεις παρά μόνο μ’ ένα μυθιστόρημα, σε κάθε προσαρμογή δε μένει παρά το μη ουσιώδες. Οποιοσδήποτε είναι ακόμα αρκετά τρελός για να γράφει σήμερα μυθιστορήματα, πρέπει, αν θέλει να τα προστατέψει, να τα γράφει με τέτοιο τρόπο που να μην μπορούν να προσαρμοστούν, μ’ άλλα λόγια να μην μπορούν να τα διηγηθούν…»

Όλα αυτά και άλλα τόσα σ’ ένα και μόνο βιβλίο. Και βέβαια δοσμένα με την γνωστή μαεστρία του Κούντερα. Από μέρους μου, αποτελεί βιβλιοπρόταση που ελπίζω να απολαύσει όποιος την δεχτεί.

Κλείνω με δυο τελευταία αποσπάσματα απ΄τα πολλά που έχω ξεχωρίσει:

«Σκέπτομαι, άρα υπάρχω, είναι μια διανοητική τοποθέτηση που υποτιμά τον πονόδοντο. Αισθάνομαι, άρα υπάρχω, είναι μια αλήθεια με πολύ γενικότερο βεληνεκές που αφορά και κάθε ζωντανό πλάσμα. Το εγώ μου δεν διακρίνεται ουσιωδώς από το δικό σας με τη σκέψη. Πολλοί άνθρωποι, λίγες ιδέες: σκεπτόμαστε όλοι το ίδιο πράγμα λίγο πολύ, μεταθέτοντας, δανειζόμενοι, κλέβοντας ο ένας τις ιδέες του άλλου. Αν όμως κάποιος με πατήσει στον κάλο, είμαι εγώ μόνο που νιώθω τον πόνο. Το θεμέλιο του εγώ δεν είναι η σκέψη, αλλά ο πόνος, το πιο στοιχειώδες αίσθημα όλων…»

«…Παράξενη, αξέχαστη στιγμή: είχε ξεχάσει το εγώ της, είχε χάσει το εγώ της, και είχε απελευθερωθεί από αυτό. Και εκεί υπήρχε η ευτυχία…»

Καλή Ανάγνωση!

Η «Αθανασία» του Μίλαν Κούντερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ σε μετάφραση Κατερίνας Δασκαλάκη



ΥΓ: Αχ! Και τώρα μου ‘ρθε η εικόνα της στιγμής που το αγόραζα. Έβρεχε καρέκλες!!!
Πότε ξανά; Άντε, πάει ο Ιούνης. Άλλοι δύο μήνες μείνανε, να φύγει το καλοκαίρι κι αυτή η κλιματολογική βλακεία που μας κάνει όλους ζόμπι:-P
Όπως και να ‘χει, Καλό Μήνα εύχομαι κι ελπίζω να δροσίσει λίγο…