Σάββατο, Μαΐου 26, 2007

Ιστορία της εποχής

- Κυρία! Κυρία!

Η προσφώνηση που ακόμη δεν κατάφερα να συνηθίσω.
Έστω και στο σχολείο.
Μια γλυκιά φωνούλα πίσω από την πλάτη μου. Δυο χεράκια που σφιχτήκαν πάνω μου.
Οχτώ χρονών. Λεπτά σα νιόβγαλτα κλαράκια.

- Γεια σου αστεράκι! Τι όμορφη μπλούζα που φοράς! Σου πάει πολύ αυτό το χρώμα.

- Την έχω και σε κόκκινο.

- Α! σε δυο χρώματα; Τι ωραία!

- Μου τα πήρε η μαμά.

- Τι καλή μανούλα!


Και η μικρή σκοτείνιασε. Το βλέμμα της κάπου αλλού…

- …Αλλά δουλεύει πολύ…

Τα μεγάλα, τα ορθάνοιχτα ματάκια μισοκλείσαν και μικρύνανε. Το χαμογελάκι μου σοβάρεψε.

- Όμως, μικρή μου, άμα δεν δούλευε δε θα μπορούσε να σου πάρει τη μπλουζίτσα. Κάτσε μαζί μου να σου πω∙ κι εμένα δούλευε η μαμά μου όταν ήμουνα μικρή. Και τότε στο σχολείο πηγαίναμε μια απόγευμα και μια πρωί. Κι όταν ήμουν απόγευμα, όλο το πρωινό στο σπίτι ήμουν μόνη.

- Κι έκλαιγες;

- Ε, στην αρχή έκλαιγα λίγο.
Όμως μετά, είδα στον ύπνο μου ένα βράδυ, πως τάχα απολύσαν τη μαμά μου απ` τη δουλειά.
Και τρόμαξα! Γιατί έκλαιγε εκείνη πιο πολύ.
Από τότε δεν παραπονέθηκα ξανά. Κι αν μου ‘λειπε, περίμενα να ρθει για να την αγκαλιάσω.


…Και πώς, σιγά σιγά, άρχισ` ο Ήλιος να ξαναβγαίνει μες στα μάτια της!
Πώς η Ζωή ξανάδωσε στα πόδια της ρυθμό
και κόκκινο στα μάγουλά της!

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Παράτονα

…Όταν ο Mozart μπερδεύεται με τη δυνατή βροχή.
Και ψάχνεις την κατάλληλη ένταση για να συνδυαστούν αρμονικά. Ή παράτονα. Όπως ταιριάζει σήμερα στην ψυχή σου.

…Όταν συνειδητοποιείς, γι` ακόμη μια φορά ότι μεγάλωσες.

Όχι από κάποια φθορά ή απ` τον πληθυντικό των άλλων, αλλά
από τον αδέξιο τρόπο που ‘πιασες ένα ξύλινο μολύβι να το ξύσεις.
Κι ανακαλύπτεις πως κι αυτό είναι δεξιοτεχνία. Και πως χρειάζεται ταλέντο να το κάνεις…
...Ή να είσαι παιδί…

Παρ` όλ` αυτά, σου φαίνεται αστείο. Κοιτάς τα ξύσματα με έκπληξη! Και λίγο θαυμασμό! Χαμογελάς μπροστά σ` αυτές τις στριφογυριστές, τις φουσκωτές φουστίτσες που βγάζει η μοδιστρούλα ξύστρα.

…Ξανά ο Mozart… Με τη βροχή… Μουσική, σαφώς ενιαία!
Στιγμές στιγμές, ανεβάζει η βροχή την έντασή της.

Διαφωνεί άραγε μαζί του;
Ή είναι το πάθος και η έξαψη που της δημιουργεί;

Τραβάς το βλέμμα σου από το παράθυρο.

Το στρέφεις πάλι στις χαριτωμένες σου φουστίτσες.
Κι όπως μουσική κι εικόνα ερεθίζουν τις αισθήσεις σου,
τις βλέπεις τώρα μπαλαρίνες να χορεύουν…


Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

Σε φύλλο από πλατάνι

Δεν θέλω να φοβάσαι.
Μπορώ να σε χωρέσω σ` ένα φύλλο από πλατάνι
Στις λέξεις που μου μάθανε να γράφω
τα τρία αστράκια της ουράς της άρκτου ένα βράδυ,
καθώς μία Πανσέληνος του Αυγούστου
άναβε στο σκοτάδι μαγική φωτιά να βλέπω.
Μπορώ.
Γιατί έμαθα να ζω εκεί ανάμεσα
Στη μυρωδιά του πεύκου και στ` αγριολούλουδα
Στη δροσιά που πέφτει και μ` αγγίζει κι αναριγώ.

Εκεί, μικρά θαύματα που έρπονται, τρέχουνε ή πετούν
φτιάχνουν τη μουσική τους
Τα σιγοντάρει κι ο άνεμος παίζοντας με τα στάχια
Και το νερό,
εκείνο που κυλάει ανάμεσα σε δέντρα και χωράφια,
που κατεβαίνει απ` τα βουνά και χύνεται στη θάλασσα
και τ` άλλο, που από τα σύννεφα σταλάζει
όταν αυτά συγκρούονται σε μάχη ερωτική.

Τόσοι ήχοι, τόσες μουσικές
καραδοκούν ν` αρπάξουνε τις λέξεις μου
για να τις τραγουδήσουν.

Μπορώ, σου λέω.
Η πρώτη μου προσπάθεια να γράψω ήταν εκεί.
Στο χώμα…στον αέρα…στο κρυστάλλινο νερό…
Στων δέντρων τους κορμούς και στα φυλλώματα
Κατέβαινε η βροχή κι εγώ γελούσα
Με πότιζε το γιασεμί και χόρευα

Μπορώ!
Γιατί έμαθα να γράφω καθώς κοιτούσα τα βουνά
κι ένιωθα τους Θεούς να ανασαίνουν
και να ζεσταίνουν κάθε λέξη μου.

Αυτή η λέξη, αν είναι τ` όνομά σου,
γίνεται Ποίημα, παντού χωράει!
Κι εγώ, θα σε χωρέσω σ` ένα φύλλο από πλατάνι.
Και θα τ` αφήσω ύστερα, σε ποτισμένο απ` τη βροχή χώμα να πέσει
Να δω ολόκληρη τη Γη να σε ανθίζει.

Τετάρτη, Μαΐου 16, 2007

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ-Η ΕΞΑΙΣΙΑ ΗΔΟΝΗ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ

Ποια η γνώμη σας για την αυτοδικία;

Στα τρία πρώτα κεφάλαια είπα: Αποκλείεται! Δεν μπορώ να το τελειώσω. Αν συνεχίσει έτσι δεν θα το αντέξω. Είχα ταραχτεί πάρα πολύ. Στιγμές, σταματούσα και κοιτούσα γύρω με απόγνωση.
Τέσσερις βιασμοί: Ένας στον επαγγελματικό χώρο. Δύο μέσα στην ίδια την οικογένεια (μητέρα και κόρη). Ένας σ` ένα γιαπί.
Το θέμα του βέβαια, ο βιασμός, είναι από μόνο του ένα θέμα σκληρό. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να είναι το βιβλίο ρεαλιστικό χωρίς να ταράξει τα ήρεμα νερά μας;
Η χρήση του πρώτου προσώπου από την αρχή του βιβλίου σε καθιστά άμεσο δέκτη των μαρτυριών των θυμάτων αλλά κι ενός δράστη, που πρώτος με εξοργιστική ωμότητα παραθέτει και υποστηρίζει την πράξη του, χωρίς βέβαια να την αποκαλεί βιασμό. Παραδέχεται απροκάλυπτα ότι πατάει στην ανάγκη του άλλου για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του και δικαιολογεί τον εαυτό του με το κυνικό κλισέ «κανείς δεν κέρδισε με το ευαγγέλιο στο χέρι.»
Στη συνέχεια εμφανίζονται διάφορες μορφές-θύματα, καθεμιά με τη δική της αντίδραση στην ίδια πάντα πράξη, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο κινείται, με τις κοινωνικές προκαταλήψεις, τους φόβους, τις προσωπικές αδυναμίες, τις μαθημένες συμπεριφορές που δύσκολα αλλάζουν.
Πώς ένα θύμα βιασμού να μαζέψει τα κομμάτια του και να τολμήσει να ξαναζήσει τη φρίκη του μαρτυρίου του δημόσια προκειμένου να βρει δικαιοσύνη; Πόση εμπιστοσύνη μπορεί να έχει πως αυτή τελικά θα αποδοθεί και μάλιστα με τρόπο που να ικανοποιεί πραγματικά; Πόση υπομονή μπορεί να επιστρατεύσει για να περιμένει μια δικαιοσύνη που αργεί πολύ κι ακόμη κι όταν εφαρμόζεται αφήνει «παραθυράκια», βρίσκει ελαφρυντικά κι είναι δυσανάλογα μικρή μπροστά στο έγκλημα που έχει διαπραχθεί; Ποια ποινή μπορεί να ισοφαρίσει αυτό το έγκλημα, αλλά και τον εξευτελισμό που νιώθει το θύμα για δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια της δίκης, όταν θα χρειαστεί ν` απαντά σε καχύποπτες ερωτήσεις της υπεράσπισης, συγκεντρώνοντας πάνω του και τα βλέμματα γνωστών κι αγνώστων;
Μήπως τελικά σε κάποιες περιπτώσεις η αυτοδικία δικαιολογείται; Υπάρχουν εγκλήματα που θέτουν από μόνα τους το παραπάνω ερώτημα. Ποιος εκτός από το ίδιο το θύμα μπορεί να αποδώσει ικανοποιητική δικαιοσύνη σε μια περίπτωση όπως την παραπάνω;

«Η εξαίσια ηδονή του βιασμού» φέρνει στο φως ένα έγκλημα του οποίου οι πραγματικές διαστάσεις και η έκτασή του, για διάφορους λόγους, αποσιωπούνται επιμελώς. Παρουσιάζει διαφορετικούς χαρακτήρες ανθρώπων, διαφορετικές αντιδράσεις, τρόπους σκέψης και συμπεριφορές, καθώς και δυο μορφές αυτοδικίας. Το αν και κατά πόσο δικαιολογείται κάτι τέτοιο, παραμένει στη δική μας κρίση, στην ευαισθησία μας και στο αίσθημα δικαίου που έχει ο καθένας μας. Δε νομίζω ότι προσπαθεί να εκβιάσει κάποιο συναίσθημα ή να κατευθύνει τον αναγνώστη. Ό,τι μιλάει από μόνο του, είναι τα ίδια τα γεγονότα.
Το βιβλίο τελικά καταφέρνει να συνδυάσει σε άψογη λογοτεχνία, σκληρότητα, βιαιότητα, τρυφερότητα, αξιοπρέπεια και σασπένς. Σελίδα τη σελίδα γίνεται όλο και πιο δυναμικό και σε κρατάει σε αγωνία και σε εγρήγορση, καθώς, όσο πλησιάζει προς το τέλος, διάφορες διεργασίες στο μυαλό σου αποφασίζουν για τη δικαιοσύνη που θέλεις να αποδοθεί και περιμένεις να δεις αν θα ικανοποιηθείς. Καμία σχέση με την κατάθλιψη που νόμιζα ότι θα με τύλιγε όταν το άρχιζα!

Άλλο ένα ελληνικό διαμαντάκι!

ΥΓ: Το βιβλίο του Τόλη Νικηφόρου, "Η εξαίσια ηδονή του βιασμού" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ

Πέμπτη, Μαΐου 10, 2007

Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ 2

Και τώρα το δεύτερο απ` τον "Ακροβάτη των λέξεων" του Ηλία Κουτσούκου που ήθελα να βγάλω.

Τελικά, είναι απρόβλεπτο το τι μπορεί να σε συγκινήσει.
Μ` αρέσει γιατί είναι πραγματικός, καθημερινός, γήινος
κι αυτό που «πετάει» για να σε πετύχει στην καρδιά είναι μια ιδιότυπη τρυφερότητα που μπορεί να εκφράζεται με τις πιο απλές λέξεις, αυτές που μιλάς κι εσύ, ή και με βρισιές ακόμη, μακριά από επιτηδευμένους, δήθεν ποιητικούς, λυρισμούς. Σε «καρφώνει» και σε αφοπλίζει με πραγματικότητες κι όχι με «ονειρικά φεγγάρια».
Είναι «ύπουλος» ο τρόπος που σ` αγγίζει.
Σα μικρόβιο. Έτσι και σου κολλήσει, δύσκολα ξεκολλάς…


ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΜΟΥ ΑΝΔΡΕΣ


Οι αγαπημένοι μου άνδρες είναι αυτοί
που είπαν ένα κόκκινο απόγευμα
“πάω να πάρω τσιγάρα”
και από τότε εδώ και τριάντα πέντε χρόνια
δεν επέστρεψαν πίσω

αυτοί που οι αγαπημένη τους
ένα πρωινό στις 7 μετά τον έρωτα των 5
τους είπε “τούτη είναι η τελευταία φορά”
και δεν βρήκανε τίποτα να πουν
παρά κάπνιζαν ένα τσιγάρο
όπως ο Παπέτι καπνίζει την κορνέτα του


αυτοί που τους διώξανε απ` τη δουλειά τους
και δεν υπόγραψαν καμιά απόλυση
σε πείσμα των δικαστικών κλητήρων
και που μετά πήραν τα πόδια τους
και περπάτησαν σαν τον Χριστό
πάνω στη θάλασσα


αυτοί που κλέψανε τ` άψυχα μανεκέν
απ` τα κρεβάτια των χοντρών βιομηχάνων
κι οι βιομήχανοι στείλαν αεροπορία
να βομβαρδίσει τα χέρια τους
μα τα χέρια τους είχαν πετάξει μακριά
γκαλαμπάγκος


αυτοί που ερωτεύθηκαν
απ` όλους τους ήρωες του Ντίσνεϋ
μόνο τον Γκούφη
και δήλωσαν ανοιχτά στην εφορία
πως το μόνο πούχουν να δηλώσουν
είναι μια σπασμένη τσατσάρα κι ένα χαλασμένο αυγό
αυτοί που στις ονειρώξεις τους
βάλανε φίμωτρο αποδείχνοντας τον ρεαλισμό τους
στο θέμα του σεξ


αυτοί που είχαν πάντα αντιρρήσεις
στο “ένα κι ένα κάνει δύο”
και λέγαν πως μπορεί να κάνει όσο θέλει
και που όταν κανένας τους πέθαινε
λέγαν στους δικούς του
να τον αφήνουν μ` ανοιχτά τα μάτια για να βλέπει
και στα σκουλήκια να πάνε πιο μακριά
για να φαν κάτι καλύτερο


αυτοί που τα βράδια γράφανε ένα άρθρο
για την τοπική εφημερίδα
που δεν τελείωνε ποτέ
γιατί αν τελείωνε κι ο κόσμος θα τελείωνε

oι αγαπημένοι μου άνδρες
είναι όλοι αυτοί
που βγαίνουν από μέσα μου
όταν σου γράφω ποιήματα
κι αράζουν ξαπλωμένοι στα πλήκτρα
της γραφομηχανής
έτοιμοι για τη συντριβή τους
πάνω στον κύλινδρο
μ` ένα χαμόγελο ασίκη στα χείλη
λέγοντάς μου
προχώρα
οι αγαπημένοι μου άνδρες
“βάρα κι εμείς εδώ είμαστε!”

Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007

Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ 1

Χωρίς πολλά πολλά, αυτή τη φορά. Δύο ποιήματα από τη συλλογή «Ο ακροβάτης των λέξεων» του Ηλία Κουτσούκου. Εδώ και καιρό ήθελα να τα βγάλω, καιρός να το κάνω.
Ένα ένα όμως…


ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΗΛΙΘΙΟΙ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΤΟ ΧΡΟΝΟ


Δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω…
Μου λέει με απόγνωση σχεδόν
ο πρότζεκτ-μάνατζερ μιας πολυεθνικής
Δύο συσκέψεις κάθε μέρα, δύο ώρες πηγαινέλα
από το Ψυχικό στο κλείσιμο της μέρας
Γεύματα εργασίας
Πρόσθεσε γυμναστήριο, μασάζ,
μελέτες επεκτάσεων κλπ.
Και δύο εικοσιτετράωρα να είχε η μέρα
πάλι δεν θα προλάβαινα…
Ανόητο να τον ρωτήσω αν άκουσε ποτέ
ήχο νερού πάνω σε βράχο
αηδόνι που να χαιρετά το σούρουπο
ή αεράκι του χειμώνα
Μες σε φλεγόμενα μαλλιά να κρύβεται…
Ξέρεις, του λέω, τι λένε οι αστροφυσικοί…
Πως κάθε πέντε δεύτερα διευρύνεται το σύμπαν
όσο ο γαλαξίας μας…
Και τι μου απαντάει ο μαλάκας, τι μου απαντάει…
Ε και λοιπόν τι έγινε;


Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

...Τέρας

Τελικά, έχω μέσα μου ένα τέρας. Απειλεί μόνο εμένα. Δεν φεύγει. Το κρατώ κοιμισμένο μα είναι φορές που όπως κοιμάται, μέσα στον ύπνο του αρχίζει και σαλεύει. Και τότε χάνεται ο δικός μου ύπνος. Ξυπνάω τρομαγμένη, ανάβω φώτα και περιμένω. Κρατάω την ανάσα μου, τ` οξυγόνο δεν φτάνει ως τα πνευμόνια, έξω έξω μόνο, νομίζω θα πνιγώ. Τρέμω μήπως ξυπνήσει! Όταν ξυπνάει δεν υπάρχει τρόπος να το χειριστώ. Θα με σκοτώσει μία μέρα. Είναι αυτό, που με κάνει να κλαίω. Είμαι εγώ, που δεν πρέπει να κλαίω. Είναι το άδικο που όσο κι αν θέλω πια να μην το σκέφτομαι –δεν έχει νόημα έτσι κι αλλιώς- είναι εκεί. Είναι πάντα εκεί και με γεμίζει ατελείωτα, αναπάντητα «γιατί;»… Γιατί να συμβεί αυτό; Γιατί σ` εμένα; Γιατί εκείνη τη στιγμή; Γιατί κι εγώ δεν φάνηκα πιο δυνατή; Γιατί τόσο εύκολα να σπάσω;…Γιατί…
Τι σημασία έχει;

Αν βλέπω όνειρα; Ποια όνειρα; Όχι! Ούτε στον ύπνο ούτε στον ξύπνιο μου. Κάποιοι μου τα σκοτώσανε. Ή αυτοκτόνησαν, δεν ξέρω…
Δε βαριέσαι! Μία παγίδα ήταν κι αυτά. Σαν την ελπίδα. Πάρε, για να ‘χεις να πορεύεσαι.

Όταν δε νιώθω καλά θέλω να φορέσω κάτι ζεστό κι αγαπησιάρικο, ένα φούτερ. Να τυλιχτώ με μια κουβέρτα. Όταν δε νιώθω καλά, θέλω να ‘ναι χειμώνας. Να μπορώ να κρύβομαι. Στο γκρίζο τοπίο, στις στάλες της βροχής, στους βρεγμένους δρόμους. Θέλω να έχω λίγο χρόνο νεκρό. Ένα εικοστετράωρο off από δουλειές κι από υποχρεώσεις. Και ήσυχο. Μόνο για μένα. Χειμώνας… Να μη νιώθω εκτεθειμένη στο πολύ φως…στα βλέμματα γνωστών κι αγνώστων…
Θέλω να πάρω ένα βιβλίο, όπου θα βρίσκω την ψυχή μου. Θα νιώθω λίγο πιο κοντά στον εαυτό μου. Ξέρω κάποιον που γράφει έτσι για μένα…

Τέλος πάντων, άρχισε πάλι ο χρόνος να τρέχει σαν τρελός. Θέλω λιγάκι να τον σταματήσω. Να τον δω να στέκεται. Για να μπορέσουμε να κοιταχτούμε. Έτσι. Πρόσωπο με πρόσωπο. Νομίζω ότι αν προλάβω να τον αιχμαλωτίσω έτσι ακίνητο απέναντί μου, για 10 δευτερόλεπτα αρχικά, που θα μετρήσω μόνη μου από μέσα μου, θα του χαμογελάσω. Θα ξεσφίξω τα μέλη μου κι ίσως το πάμε πάλι απ` την αρχή μαζί. Εγώ κι αυτός συμπορευτές. Όχι να τρέχει μόνος, ξέφρενος αυτός κι εγώ φύλλο, να στροβιλίζομαι μες στους κυκλώνες του, χωρίς ν` αναγνωρίζομαι καν από τον ίδιο αλλά κι από κανέναν…
Κουράστηκα…

Πέρασε η ώρα… Έψαξα όλη μέρα για το βιβλίο που ήθελα μα δεν το βρήκα…
Δεν θα τη βρω την ψυχή μου μες στο Σαββατοκύριακο…