Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

JOSE SARAMAGO - Ένας Μεγάλος Άνθρωπος

Ένας Μεγάλος Άνθρωπος.
Ένας Μεγάλος Λογοτέχνης.
Βρίσκει πως η λέξη «Πολίτης» είναι μια πολύ όμορφη λέξη.
Κι εμείς είχαμε την ευτυχία να τον συναντήσουμε από κοντά, να τον ακούσουμε, να του μιλήσουμε, να του σφίξουμε το χέρι και να τον χειροκροτήσουμε.

Είχε λόγο σαφή, πυκνό και ουσιαστικό, ευθύ, σκληρό κι ακριβοδίκαιο για όσους χειρίζονται τα πράγματα, αλλά και για τους υπόλοιπους που τα στηρίζουμε ή τα δεχόμαστε.
Κι ωστόσο, ήταν ο πιο γλυκός, ζεστός και τρυφερός άνθρωπος που έχω γνωρίσει.
Με διαύγεια αξιοθαύμαστη και με σαφή εικόνα για ό,τι ζούμε, νομίζω πως αποτελεί ζωντανό παράδειγμα-απόδειξη ότι ακόμα κι ο χρόνος μπορεί να νικηθεί.
Δεν ήταν μια απλή ακρόαση.
Ήταν πραγματικό σεμινάριο. Κοινωνιολογίας, Πολιτικής, Θρησκείας, Πολιτισμού.
Εκείνος απαντούσε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, μιλούσε, ακούραστος μέχρι το τέλος κι εμείς είχαμε εξαντληθεί απ` τη συγκέντρωση που έπρεπε να έχουμε, προκειμένου να μη χάσουμε το νόημα, να μην αφήσουμε τίποτα να πέσει κάτω. Θέλαμε να τ` απορροφήσουμε όλα! Κι αν γράφω τώρα είναι γιατί θέλω να τιμήσω, έστω έτσι, τόσο λίγο, αυτόν που μας τίμησε με την παρουσία του στη χώρα μας και μας τιμάει συνεχώς με τα βιβλία του και τα λεγόμενά του. Να τιμήσω αυτόν τον Άνθρωπο, τον Μεγάλο σε όλα, εκτός από την ηλικία.
Θα `θελα να σας τα μεταφέρω όλα, όπως ακριβώς τα είπε, αλλά είναι αδύνατον. Θα κάνω όμως ό,τι μπορώ.

Ξεκινώντας από τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε στην Πάτρα, την παρουσίαση του παραμυθιού του, «Το μεγαλύτερο λουλούδι του κόσμου», δεν αμέλησε να επισημάνει τη συνεισφορά των υπόλοιπων συντελεστών στην ολοκλήρωση του βιβλίου του, κυρίως της μεταφράστριας Αθηνάς Ψυλλιά και του εικονογράφου Ζουάο Καετάνο. Ειδικά για την προσφορά των μεταφραστών είπε χαρακτηριστικά πως κάθε συγγραφέας γράφει για τη χώρα του, αυτός όμως που κάνει ένα έργο παγκόσμιο είναι ο μεταφραστής.
Τόνισε επίσης, πως μάλλον θα είναι καλύτερα τα παραμύθια για παιδιά να τα φτιάχνουν και να τα διηγούνται τα ίδια τα παιδιά μεταξύ τους γιατί, ουσιαστικά, οι μεγάλοι δεν μπορούν να ξέρουν πια τι είναι τα παιδιά, και πρότεινε να γίνει υποχρεωτικό το ανάγνωσμα των παραμυθιών απ` τους ενήλικες, μήπως και τελικά γνωρίσουν αυτό που χρόνια διδάσκουν.

Γρήγορα η συνέντευξη ξέφυγε απ` τη Λογοτεχνία και προεκτάθηκε σε άλλους τομείς και θεσμούς της κοινωνίας μας.
Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τον «αθεϊσμό» του και τη θρησκεία γενικότερα, είπε καταρχήν: «Για να φτιαχτεί ένας αθεϊσμός σαν τον δικό μου χρειάζεται ένας υψηλός βαθμός θρησκευτικότητας.»
Κάνοντας μια ετυμολογική ανάλυση της λέξης «θρησκεία» είπε ότι «αυτή σημαίνει την “ενότητα”, αλλά ουδέποτε οι θρησκείες στην ιστορία της ανθρωπότητας ένωσαν τους λαούς. Αντίθετα, υπήρξαν πάντα αφορμή για πολέμους. Πάντα χώριζαν. Αν όλοι ήμασταν άθεοι δεν θα υπήρχαν προβλήματα μεταξύ των λαών.
Αν υπάρχει Θεός, υπάρχει μόνο ένας Θεός κι επομένως θα πρέπει να εξοντώσουμε ο ένας τον άλλον για κάποια βιβλία από τα οποία δεν καταλαβαίνουμε τίποτα και για κάποια που δεν έχουν πια εφαρμογή στη σημερινή ζωή μας. Κι όμως θεωρούνται ιερά.
Οι άνθρωποι έχουν την τάση να φτιάχνουν ολόκληρα δημιουργήματα τα οποία στηρίζονται σε ψέματα, να τα πιστεύουν και στο τέλος να τα μετατρέπουν σε αληθινά.»

Υπενθύμισε ότι «Εμείς είμαστε τυχεροί. Τρώμε τρεις φορές την ημέρα, ντυνόμαστε σύμφωνα με τη μόδα κλπ, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται και περνούν όλη τους τη ζωή μέσα στην Αποκάλυψη, χωρίς καν να το μάθουν ποτέ.»
Και κατέληξε λέγοντας: « Εγώ δεν χρειάζομαι ένα Θεό. Έχω την συνείδησή μου, τις κρίσεις των άλλων για μένα κι αυτό καθορίζει περισσότερο αυτό που είμαι και το πώς πορεύομαι στη ζωή.»

Όσον αφορά στο δημοκρατικό πολίτευμα, είπε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει: «Δεν είναι Δημοκρατία όταν το σύστημα ζητεί, απαιτεί, παρακαλεί από τους πολίτες ένα και μόνο πράγμα. Την ψήφο τους. Κι έχουμε ως αποτέλεσμα ο πολίτης –Πολίτης είναι μία πάρα πολύ ωραία λέξη- να μην μπορεί να κάνει τίποτ` άλλο, από το να βγάλει μια κυβέρνηση και να βάλει μία άλλη στη θέση της. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως θ` αλλάξει και κάτι. Μας χειρίζονται οι προεκλογικές καμπάνιες, μας χειρίζονται τα ΜΜΕ και τελικά οι κοινωνίες μας οδηγούνται σε απάθεια και σε αδιαφορία. Και είναι ένοχες γι` αυτό. Μας συμβαίνει, λοιπόν, κάτι τρομερό. Είμαστε ταυτόχρονα θύματα, συνένοχοι και ένοχοι. Κι αν δεν μπορούμε ν` αποφύγουμε να είμαστε θύματα, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να μην είμαστε συνένοχοι ή θύτες.
Θα `πρεπε να μπορούμε να δώσουμε στα παιδιά μια κοινωνία έντιμη, ηθική και ανθρώπινη, αλλά αυτοί που κυβερνούν δεν είναι ούτε έντιμοι, ούτε ηθικοί και, πολύ φοβάμαι, ούτε καν ανθρώπινοι.»
Για το τελευταίο του βιβλίο «Περί Φωτίσεως», είπε ότι μ` αυτό δεν θέλει να στηρίξει την λευκή ψήφο, αλλά προτείνει μια επανάσταση χωρίς αίμα και βόμβες. Ότι είναι και η λευκή ψήφος μία άποψη. Η άποψη ότι: «Μου προτείνετε κάποια πράγματα κι εγώ ΔΕΝ τα θέλω!»

Σε ερώτηση για την ΕΕ κι για τον υποτιθέμενο «κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό» είπε ότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Για παράδειγμα, η γερμανική κουζίνα δεν του αρέσει καθόλου, αντίθετα, η ελληνική του αρέσει πάρα πολύ. «Να είστε Έλληνες και να μη σας νοιάζει η ΕΕ. Αν στηρίζεστε στους άλλους μπορεί και ν` αποτύχετε. Ο μόνος τρόπος να πετύχετε είναι να είστε Έλληνες, να στηρίζεστε στις δικές σας δυνάμεις. Και τότε, ακόμα κι αν αποτύχετε θα είστε εσείς οι μόνοι υπεύθυνοι.»

Τόνισε ιδιαίτερα ότι πρέπει να στεκόμαστε με κριτικό πνεύμα απέναντι σε ό,τι γίνεται, σε ό,τι μας λεν και ό,τι μας προβάλλουν. Δεν αρκεί να βλέπουμε τα πράγματα, πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε ΠΙΣΩ από αυτά. Να μάθουμε να διακρίνουμε τις προθέσεις. Να μην πιστεύουμε σε ό,τι μας δείχνουν, αλλά στα ίδια τα γεγονότα. «Οι πολιτικοί υπόσχονται πολλά. Εύκολα υπόσχεται κανείς. Αλλά στο να τα τηρήσουν;…»

Μετά απ` όλ` αυτά, εύκολα γίνεται κατανοητή και η απάντησή του στον χαρακτηρισμό που του αποδίδεται ως «πεσιμιστή» κι «απαισιόδοξο». Είπε λοιπόν, γι` ακόμη μια φορά, πως δεν είναι απαισιόδοξος, αλλά ένας αισιόδοξος καλά ενημερωμένος. Και πως έτσι πρέπει να είμαστε γιατί ένας αισιόδοξος μη καλά ενημερωμένος είναι ηλίθιος. «Οι πληροφορίες που δεχόμαστε απ` όσα συμβαίνουν γύρω μας είναι απαισιόδοξες. Δεν μπορούμε επομένως, παρά να είμαστε “πεσιμιστές” στη Λογική, αλλά αισιόδοξοι στη Θέληση. Μόνο έτσι θ` αλλάξει κάτι.»

…Δεν ξέρω αν η εικόνα που σχηματίσατε από τα παραπάνω είναι τελικά πως ο κ. Ζοζέ Σαραμάγκου είναι απαισιόδοξος, εμένα πάντως, μου άναψε ένα φως, με γέμισε με ενέργεια και μ` αυτή την θέληση που λέει πως πρέπει να έχουμε! Αυτός ο ίδιος. Η παρουσία του, η στάση του απέναντι στη Ζωή. Ο Άνθρωπος Σαραμάγκου. Όχι μόνο ο Λογοτέχνης.
Επίσης, δεν ξέρω αν και πόσο κοντά μπόρεσα να σας φέρω σ` αυτήν την εμπειρία. Τα σχόλια και τα συμπεράσματα, δικά σας. Εγώ έχω βγάλει τα δικά μου κι εδώ θα αρκεστώ στο να τα συνοψίσω σε μία μόνο, εύλογη νομίζω, απορία: Πώς γίνεται να υπάρχουν ταυτόχρονα αυτός ο Άνθρωπος και όλοι οι άλλοι! Πείτε μου, ποιο σχολείο, πόσα έτη σπουδών και μελέτης μπορούν να αντικαταστήσουν ένα δίωρο μαζί του!...


23/12/2006
Γκουντούλα Φένια

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 22, 2006

Ζοζέ Σαραμάγκου - πρώτες πινελιές

Στις 28/3/1999, σε συνέντευξη που έδωσε στο «ΒΗΜΑ», στον κ. Λάλα, ο νομπελίστας μας Ζοζέ Σαραμάγκου
(λέω «μας» γιατί θεωρώ ότι ανήκει στην ανθρωπότητα κι όχι σ` έναν μονάχα τόπο)
ανάμεσα σε πολλά και σημαντικά άλλα, ρωτήθηκε και αν υπήρξε ένα δυνατό στοιχείο στην οικογένειά του που να τον επηρέασε στον τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να βλέπει τον κόσμο.

«Αν κάποιος με επηρέασε, ήταν οι παππούδες μου από την πλευρά της μητέρας μου οι οποίοι ήταν χοιροτρόφοι. Θα σας πω δυο ιστορίες που πιστεύω πως με επηρέασαν πολύ στη ζωή μου… Οι παππούδες μου είχαν γουρουνάκια τα οποία μεγάλωναν και πουλούσαν. Από αυτό ζούσαν οι άνθρωποι. Αυτό που μου έκανε κάποτε μεγάλη εντύπωση ήταν το εξής: Μια μέρα που έκανε πολύ κρύο ένα γουρουνάκι, το πιο αδύναμο, κινδύνεψε να πεθάνει… Ο παππούς μου το είδε και το έφερε μέσα στο σπίτι… Το βράδυ το έβαλαν στο κρεβάτι τους ανάμεσα στον παππού και στην γιαγιά να κοιμηθεί, στα ζεστά, κάτω από τα σκεπάσματά τους. Υπάρχει και μια άλλη ιστορία που με καθόρισε: Όταν ο παππούς μου κάποια στιγμή αισθάνθηκε πολύ άρρωστος και τον πήγαν στη Λισαβόνα, προτού φύγει, πήγε σε ένα κτηματάκι με κάτι δέντρα που είχε, και αυτός ο άνθρωπος, ο απλός, ο χοντροκομμένος, που δεν ήξερε τίποτα από τον κόσμο, που τον κοίταζες κι έλεγες «πού την κρύβει τόση ευαισθησία;», αγκάλιασε έναν έναν τους κορμούς όλων των δέντρων και έκλαψε με βαθιά αναφιλητά… Έτσι αποχαιρέτησε τα δέντρα του. Αυτά τα ανεξήγητα γεγονότα με καθόρισαν…»

Έχω πολλά να πω! Πολλά…Πολλά…
Γι` αυτήν την συγκλονιστική και καθοριστική, για μένα, εμπειρία, της 18ης Δεκεμβρίου 2006,
όταν ο Ζοζέ Σαραμάγκου ήρθε στην Πάτρα για να παρουσιάσει την ιστορία του για μεγάλα και μικρά παιδιά «Το μεγαλύτερο λουλούδι του κόσμου» κι ειχα την τύχη, μαζί με τον Tertuliano, να παρευρεθώ στην παρουσίαση αυτή αλλά και στην συνέντευξη τύπου που έδωσε.
Είμαι όμως ακόμη σε στάδιο επεξεργασίας όλων των πληροφοριών που δέχτηκα, όλων των συναισθημάτων που ένιωσα, όλων των εντυπώσεων που αποκόμισα. Θα τα ξεδιπλώσουμε όλα σύντομα. Ήθελα όμως να κάνω μια εισαγωγή, όσο ακόμα είναι φρέσκο φρέσκο και νομίζω πως τα λόγια του αυτά στον κ. Λάλα είναι, για όσους τους διακρίνει κάποιος βαθμός ευαισθησίας, αρκετά αποκαλυπτικά γι` αυτό που είναι αυτός ο Άνθρωπος.
Αφήνω λοιπόν αυτές τις πρώτες πινελιές… Για όσους μπορούν να καταλάβουν…

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

ΠΕΡΕΚ - Δυο Λόγια

Όταν πριν από κάποιο καιρό ο φίλος Μαρκ είχε προτείνει στο blog του το βιβλίο του Ζορζ Περέκ «Ζωή: Οδηγίες Χρήσεως» κι εγώ αποφάσισα να το διαβάσω, ήταν αδύνατον να φανταστώ αυτό που θ` αντιμετώπιζα κι αυτό που τελικά θα ανακάλυπτα. Τελείωσα το βιβλίο σχεδόν εκστασιασμένη και, καθώς τότε εγώ δεν είχα ακόμη blog, ζήτησα απ` τον Άγγελο να γράψω κάτι γι` αυτό στο δικό του, πράγμα που δεν μου αρνήθηκε.
Πριν λίγες μέρες διάβασα ένα ακόμη βιβλίο του Περέκ, το "Χορείες Χώρων" και η πλάκα που παθαίνω επαναλαμβάνεται!

Είναι πολλοί οι καλοί συγγραφείς. Πάρα πολλοί, ευτυχώς για μας. Είναι όμως και κάποιοι που σου κάνουν ένα κλικ παραπάνω. Που λες∙ «Αυτόν τον άνθρωπο-συγγραφέα θα `θελα να τον γνωρίζω προσωπικά.» Κάτι τέτοιο έπαθα κι εγώ με τον Περέκ. Θα `θελα πάρα πολύ να μπορούσα να συνομιλήσω μαζί του, να τον ρωτήσω ένα σωρό πράγματα! Θεωρώ τα βιβλία του μαθήματα Λογοτεχνίας κι αν σπούδαζα κάτι τέτοιο, θα `θελα να `ταν αυτός ένας από τους καθηγητές μου.
Δυστυχώς, αυτή η επιθυμία, όσο βαθιά κι αν είναι, δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, αφού ούτε κι ο εκπληκτικός αυτός τύπος δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μοίρα όλων των θνητών.
Μόνο που, όσο διαβάζω κάποιο βιβλίο του, δεν μπορώ με τίποτα να πιστέψω ότι δεν υπάρχει πια! Βιβλία που γράφτηκαν χρόνια πριν κι εγώ τα νιώθω πιο σύγχρονα από σύγχρονα, σχεδόν προπορευόμενα της εποχής μας, ως στυλ γραφής, ως σκέψη – ιδέα – σύλληψη, πρωτοτυπία. Είναι ολοζώντανος. Δεν τον διαβάζω∙ τον ακούω να μου τα λέει σχεδόν μέσα στ` αφτί μου. Δεν είναι ανάγνωση, είναι ενέργεια. Διαβάζω και τον ακολουθώ με τα ίδια μου τα βήματα σ` αυτά που περιγράφει, που διηγείται, που ζει. Περπατάω μαζί του στους, γνώριμους πλέον και σ` εμένα, δρόμους του Παρισιού, προσπαθώντας δίπλα του να το διασχίσω από τη μια άκρη ως την άλλη, περνώντας μόνο από δρόμους που τ` όνομά τους αρχίζει από “C”. Μπαίνω στα δωμάτια που μπαίνει, κάθομαι στο τραπεζάκι του γωνιακού καφέ απ` όπου παρατηρεί την κίνηση γύρω του…

Ποτέ οι περιγραφές δεν ανήκαν στις προτιμήσεις μου. Μέχρι και σειρές μου ερχόταν να πηδήξω όταν τις συναντούσα. Όμως στον Περέκ η περιγραφή είναι απόλαυση!
Είναι δίψα και προσμονή! Είναι και πρόκληση!

(Εξού και το προηγούμενο post μου, κάτι σαν ελάχιστος φόρος τιμής σ` έναν μεγάλο συγγραφέα, σ` έναν απίστευτα διασκεδαστικό τύπο, σ` έναν φίλο.)

Οι συνειρμοί που κάνει γύρω απ` ό,τι περιγράφει, οι υποθέσεις του και το αυτονόητο του εφικτού των λόγων του, συναρπάζει.
Λόγος που ρέει. Έργα που ενδείκνυνται τόσο για μία απολαυστικότατη ανάγνωση, όσο και για βαθύτερη μελέτη και για πρακτική άσκηση περιγραφής, καταγραφής, παρατηρητικότητας, οπτικής αντίληψης και αντίληψης γενικότερα.

Σ` ευχαριστώ Άγγελε!

Σ` ευχαριστώ Περέκ! Είδες; Ούτε ένα «κλπ»!

Το
«Χορείες Χώρων» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ σε μετάφραση -ποιου άλλου;- του Αχιλλέα Κυριακίδη.


Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

ΖΟΡΖ ΠΕΡΕΚ - Πρακτική Εξάσκηση

Μουντό πρωινό. Café ΑΛΦΑ. Αλεξάνδρου Σβώλου κι Εθνικής Αμύνης, γωνία. Μεγάλο, ευρύχωρο, διώχνει οποιοδήποτε κλειστοφοβικό συναίσθημα. Όχι ιδιαίτερα μοντέρνο, μοιάζει περισσότερο με καφενείο. Ξύλινα τραπεζάκια, άλλα στρογγυλά άλλα τετράγωνα. Ξύλινες καρέκλες, επενδυμένες με πορτοκαλί μαξιλαράκια, ξύλινα σκαμπό. Ξύλινο και το πάτωμα.
Το ένα τρίτο περίπου του μαγαζιού βρίσκεται σ` ένα επίπεδο ψηλότερα. Αυτό αποτελεί-ορίζει το χώρο των μη καπνιζόντων. Σ` ένα από τα τραπεζάκια αυτού του διαζώματος, στρογγυλό, κάθομαι κι εγώ τώρα. Στα δεξιά μου, κολλητά στον τοίχο, απ` άκρη σ` άκρη, υπάρχουν καναπέδες, πολύ χαμηλοί, πορτοκαλί, με μικρά, τετράγωνα μαξιλαράκια, πορτοκαλί και χακί. Τα τραπεζάκια μπροστά τους είναι επίσης πολύ χαμηλά, ξύλινα κι αυτά, αλλά παραλληλόγραμμα (μόνο εκεί είναι παραλληλόγραμμα τα τραπεζάκια, 3 όλα κι όλα).
Σ` ένα απ` αυτά, άκρη άκρη, δίπλα ακριβώς στο παράθυρο, κάθονται δύο νεαροί, προφανώς φοιτητές, που έχουν βγάλει και μελετούν τετράδια, φωτοτυπίες και σημειώσεις και συνομιλούν αδιάκοπα για τη μελέτη τους, θέματα μάλλον μαθηματικής φύσεως, φυσική πιο πιθανά ή κάτι τέτοιο, γιατί αναφέρουν πυκνωτές, βολτ, ρίζες και πολλούς αριθμούς. Φορούν και οι δύο μαύρες μπλούζες, τζιν παντελόνια, σπορτέξ παπούτσια και γυαλιά. Ο ένας, αυτός που κάθεται στο παράθυρο, πίνει φραπέ, ο άλλος δίπλα του ζεστό καφέ, νες.
Μέχρι προλίγου, εγώ κι αυτοί ήμασταν οι μόνοι σ` αυτό το διάζωμα. Αλλά τώρα, ουπς! Ανέβηκαν δύο ακόμα κοπελιές. Πιάσανε την άλλη άκρη της σειράς των καναπέδων και –δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου- κι ανεβήκαν άλλες τρεις να καλύψουν κέντρο. Τώρα ο καναπές είναι πλήρης. Το ίδιο κι ο τοίχος.(Πώς βολεύονται; Είναι εξαιρετικά άβολες θέσεις.)
Τελικά, τα μόνα τραπεζάκια που μείναν άδεια στους μη καπνίζοντες είναι αυτό μπροστά μου κι ένα πίσω μου, στρογγυλά και τα δυο. Δύο αγόρια μόλις προστέθηκαν στην παρέα των τριών τελευταίων κοριτσιών.
Ο σερβιτόρος έρχεται, παίρνει παραγγελίες, φεύγει στο μπαρ, επιστρέφει με τον δίσκο γεμάτο. Επαναλαμβάνει τη διαδικασία αυτή πάλι και πάλι. Παραγγέλνουν ένας ένας, δεν ξέρω γιατί. Κάποια από τις κοπελιές παρήγγειλε ένα προφιτερόλ χωρίς σαντιγύ, χωρίς ξηρούς καρπούς και τρούφες! Δηλαδή, με σοκολάτα μόνο. Δηλαδή, τι προφιτερόλ είν` αυτό;
Οι δύο φοιτητές κλείσαν τις σημειώσεις. Πήραν ένα τάβλι. Τώρα κάθονται αντικρυστά μ` αυτό ανάμεσά τους. (Σωστοί οι παίχτες!) Ρίχνουν τα ζάρια, παίζουν.
Καθώς η ώρα περνά αναπτύσσεται μια σχετική κινητικότητα που ως τώρα δεν υπήρχε. Δεν προλαβαίνω πια να περιγράψω τις αλλαγές αυτού του διαζώματος. Πόσο μάλλον και ό,τι υπάρχει ή συμβαίνει και στο υπόλοιπο μαγαζί. Πόσο μάλλον το χώρο και την κίνηση έξω από αυτό, το δρόμο, τα καταστήματα, τα γύρω σπίτια.
Τι λες καλέ μου Περέκ! Αδύνατον!
Φάση έχει η προσπάθεια, όμως περνά η ώρα. Πρέπει κι εγώ να σηκωθώ να φύγω.

…Χώρος ΜΗ καπνιζόντων… Εσύ γλυκιά μου, δίπλα μου, γιατί καπνίζεις; Λεπτό, μακρύ, καφέ τσιγαράκι…

Τελευταίες σημειώσεις: Είναι 11 Δεκέμβρη, πλησιάζουν Χριστούγεννα, το μαγαζί είναι ήδη στολισμένο. Όχι τίποτα βαρύ, ευτυχώς! Ένα μεγάλο δέντρο κάπως κεντρικά στο χώρο, πράσινο, με χρυσές και κόκκινες μπάλες κι ένα χρυσό αστέρι στην κορφή. Α! και μια χρυσή κορδέλα που το τυλίγει κατεβαίνοντας σπειροειδώς από την κορυφή ως τη βάση. Στα παράθυρα λεπτά φωτάκια κρεμασμένα σαν βροχή. Γνωστά, παλιά, ήρεμα σχετικά τραγούδια ζεσταίνουν την ατμόσφαιρα. Η μικτή (αγοριών-κοριτσιών) παρέα δίπλα μου, αυτή που ήρθε τελευταία, γιορτάζει, όπως φαίνεται, την ορκωμοσία μιας από τις κοπελιές. Ο σερβιτόρος συνεχίζει το αδιάκοπο πήγαιν` έλα. Έπρεπε να μετρήσω τις διαδρομές.
Από κάποιο σημείο του κάτω διαζώματος ακούγεται η φωνούλα ενός μωρού.
Όχι, Περέκ, δεν θα γυρίσω να κοιτάξω. Δεν με παίρνει να περιγράψω άλλα.

Ακούγεται κι ο ήχος απ` τα ζάρια και τα πούλια στο τάβλι.
Ωχ! Το συνεχίζω!
Ζόρικη δουλειά μου έβαλες Ζορζ!
Είναι για όταν γεράσω κι έχω χρόνο.
Φεύγω! Τέλος!

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Αλήθειες...

Είδα γραμμένο σ` έναν τοίχο:

ΕΙΣΑΙ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΑΠ` ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΟΥ

Θα το αντιγράψω στον δικό μου.

…αλλά, στον εγκέφαλό μου;

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

HISTORIA DE UNA GAVIOTA Y DEL GATO QUE LE ENSENO A VOLAR

“…Solo vuela el que se atreve a hacerlo”

Άλλο ένα βιβλίο του Luis Sepúlveda που μ` έχει αφήσει γοητευμένη, μαγεμένη, συγκινημένη.
Μια νουβέλα, λέει ο ίδιος, για νέους από 8 ως 88 ετών.
Κι εγώ λέω ότι τα παραμύθια, τα δικά του παραμύθια, τουλάχιστον, λεν τις μεγαλύτερες αλήθειες.
Ένα βιβλίο, μάθημα κανονικό. Μάθημα ευαισθησίας, αγάπης για τα ζώα, τη γη, τον αέρα, για οτιδήποτε φυσικό. Μία απόδειξη για το πόσο εύκολο είναι να ζήσουν αρμονικά όλα τα είδη του πλανήτη. Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η «συνεργασία» ανάμεσα σε πλάσματα διαφορετικά και χαρακτήρες, όταν ενώσουν τις δυνάμεις και τις ιδιαιτερότητές τους, την ίδια τη διαφορετικότητά τους δηλαδή, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, για έναν κοινό σκοπό.
Ένα βιβλίο που μιλάει για συνέπεια, για αξιοπρέπεια, για αλληλεγγύη.
Πολύ διασκεδαστικό, έξυπνο και εύθυμο. Μεγαλειωδώς Λογοτεχνικό, ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις, ξυπνάει τη φαντασία, ζωντανεύει εικόνες, προσφέρει σε αφθονία γέλιο, αγωνία και συγκίνηση.
Ένα βιβλίο ύμνος σε καθετί ουσιαστικό:

«…Στη ζωή σου θα βρεις πολλούς λόγους για να είσαι χαρούμενος. Έναν απ` αυτούς τον λεν νερό, άλλον τον λεν αέρα, άλλον τον λένε ήλιο και πάντα έρχεται σαν ανταμοιβή μετά τη βροχή…»

Να πού βρίσκεται η ουσία. Αντίθετα μ` όλα τα ιλουστρασιόν καταναλωτικά πρότυπα «ευτυχίας» που πάνε να μας πνίξουν πια!
Τέλος, ένα βιβλίο που η αστείρευτη τρυφερότητά του δεν δεσμεύει, δεν σκλαβώνει σε μία δήθεν ασφάλεια, αλλά προτρέπει στο μεγαλύτερο βήμα, στο πιο τολμηρό και ριψοκίνδυνο ίσως, σ` αυτό που για να το κάνεις θα χρειαστεί να επιστρατεύσεις όλο το θάρρος και τη δύναμη που έχεις μέσα σου.

Γιατί τελικά… «…Πετάει μόνο αυτός που θα τολμήσει να το κάνει»

ΥΓ: Στα ελληνικά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις opera με τον τίτλο
«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σε έναν γλάρο να πετάει» σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

Άνθρωπος-ζώο, όπως γεννήθηκα...

Με κούρασε η πόλη!
Με κούρασε σαν αγχωμένο τζόκιν.
Δεν είναι τρέξιμο. Ούτε περπάτημα.
Ένα υβρίδιο.

Κουράστηκα να βλέπω όλους να «τρέχουν».
Όχι από χαρά ή ενθουσιασμό.
Όχι για να συναντήσουν έναν φίλο ή τον Έρωτα.
Αλλά γιατί τους κυνηγάει πάντα κάτι.
Τους κυνηγά η δουλειά, τους κυνηγά ο χρόνος,
φίλοι, γνωστοί, οικογένεια…το ίδιο τους το άγχος.
Με σπρώχνουνε στα πεζοδρόμια και φέρνω σβούρες σαστισμένη.
Μα δεν μπορώ ν` ακολουθήσω άλλο. Φτάνει!

Θέλω το περπάτημά μου, περπάτημα κανονικό.
Το τρέξιμό μου, τρέξιμο. Επιλογή ΜΟΥ.
Θέλω όταν πέφτω στο κρεβάτι, να κοιμάμαι.
Να είμαι άνθρωπος.
Άνθρωπος – ζώο, όπως γεννήθηκα.
Όχι άνθρωπος – μηχανή, όπως εδώ.

Τι έκτρωμα είν` αυτό που έχουμε βαφτίσει «πόλη».
Δεν το αναγνωρίζω. Ούτε εμένα αυτό.
Θ` αλληλοεξοντωθούμε!
Νιώθω μέσα σ` αυτήν σαν άγριο ζώο, κλεισμένο σ` έναν κήπο ζωολογικό.
Το συντηρούνε, βέβαια. Αλλά ζει;
Τάχα αναπτύσσει τα χαρακτηριστικά του;
Αν ξαφνικά το ελευθερώσεις ξέρει να προστατευτεί;
(μα έτσι κι αλλιώς, αυτοί δεν θέλουν να μπορεί.)

Κι εγώ ομοίως, μες στην πόλη – φυλακή μου.
Ψάχνω να βρω τρόπους πλαστούς και τεχνικές να πλησιάσω μια στιγμή τη Φύση – φύση μου.
Κανονικό placebo, δηλαδή,
Βάζω Vivaldi και φαντάζομαι τις εποχές.
Αφού στην πόλη ούτε αυτές καταλαβαίνεις.
Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας, ΕΝΑ χρώμα.
Πάντοτε γκρι. Το γκρι της πόλης. Το πολύ συγκεκριμένο.
Ούτε χρυσό του Φθινοπώρου, ούτε πράσινο,
ούτε καφέ, λουλουδιαστό… ούτε καν άσπρο!
Το άσπρο το χιόνι του χειμώνα… πούν`το;
Τόση η βρωμιά σ` αυτήν την πόλη, γη κι αέρα,
που και το χιόνι βγαίνει λερωμένο.

…Δεν ξέρω πώς αντέχουνε οι άλλοι.
Και δε με νοιάζει, αφού έτσι το γουστάρουν.
Ίσως κατάφεραν να τους αλλοτριώσουν πλήρως.
Δε με νοιάζει!
Εγώ ακόμη τους κοιτάζω σαστισμένη…
Δεν είναι φυσιολογικοί!
ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ!...


ΥΓ: Καλά τώρα. Εδώ δεν πρόκειται για "ποίημα".
Ας μη ληφθεί ως τέτοιο.
Το πνίξιμό μου θέλω να φωνάξω...